décombres
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- décombres < décombrer (ξεκαθαρίζω ό,τι εμποδίζει)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdécombres (fr) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- τα ερείπια, τα συντρίμμια
- les décombres de la guerre - τα ερείπια του πολέμου