Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό décaféiné décaféinés
θηλυκό décaféinée décaféinées

décaféiné (fr) αρσενικό

  1. που στερείται καφεΐνης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
décaféiné décaféinés

décaféiné (fr) αρσενικό

  1. ντεκαφεϊνέ