déblayage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- déblayage < déblayer
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /de.blɛ.jaʒ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
déblayage | déblayages |
déblayage (fr) αρσενικό
- το ξεμπάζωμα
- (μεταφορικά) ο πρόχειρος καθαρισμός