Ετυμολογία

επεξεργασία
déblayage < déblayer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.blɛ.jaʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déblayage déblayages

déblayage (fr) αρσενικό

  1. το ξεμπάζωμα
  2. (μεταφορικά) ο πρόχειρος καθαρισμός

Αντώνυμα

επεξεργασία