Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
déblaiement déblaiements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

déblaiement (fr) αρσενικό

  • η απομάκρυνση χωμάτων ή άλλων υλικών από ένα πέρασμα (δρόμο, κλπ.)

Συγγενικά επεξεργασία