Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /de.bi.taːʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
débitage débitages

débitage (fr) αρσενικό