Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.


      ενικός         πληθυντικός  
débarrassage débarrassages

  Ετυμολογία

επεξεργασία
débarrassage < débarrass(er) + -age

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

débarrassage (fr) αρσενικό

  • το να απαλλάσσεται κανείς από κάτι, συνήθως το να απομακρύνει τα σερβίτσια μετά από τη χρήση τους στο τραπέζι, το ντεμπαρασάζ ή με την λανθασμένη του απόδοση στα ελληνικά !ντεπαρασάζ
    ※  Parvenu au cinquième jour de la semaine, il pourra organiser le débarrassage de la table du dîner et l’accomplir de bout en bout.
    Christine Mirabel-Sarron, La dépression, comment en sortir, 2002
    Φτάνοντας στην πέμπτη ημέρα της εβδομάδας, θα μπορούσε να οργανώσει το καθάρισμα του τραπεζιού του δείπνου και να το επιτύχει από την αρχή μέχρι το τέλος