Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.baʁ.bu.jaːʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
débarbouillage débarbouillages

débarbouillage (fr) αρσενικό

  1. πλύσιμο του προσώπου
  2. γρήγορος καθαρισμός

Συγγενικά

επεξεργασία