cystique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cystique | cystiques |
θηλυκό | cystiquee | cystiquees |
Επίθετο
επεξεργασίαcystique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cystique | cystiques |
θηλυκό | cystiquee | cystiquees |
cystique (fr) αρσενικό ή θηλυκό