ενικός         πληθυντικός  
curiosity curiosities

  Ετυμολογία

επεξεργασία
curiosity < curious + -ity

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

curiosity (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η περιέργεια
    ⮡  His fears slowly transitioned into curiosity.
    Οι φόβοι του μεταβλήθηκε σιγά σιγά σε περιέργεια.
    ⮡  I’m dying of curiosity to know if it works.
    Πεθαίνω από περιέργεια να μάθω αν δουλέψει.
  2. το περίεργο αντικείμενο