curiosity
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
curiosity | curiosities |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcuriosity (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η περιέργεια
- ⮡ His fears slowly transitioned into curiosity.
- Οι φόβοι του μεταβλήθηκε σιγά σιγά σε περιέργεια.
- ⮡ I’m dying of curiosity to know if it works.
- Πεθαίνω από περιέργεια να μάθω αν δουλέψει.
- ⮡ His fears slowly transitioned into curiosity.
- το περίεργο αντικείμενο