Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cul-bénit < cul + bénit

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
cul-bénit culs-bénits

cul-bénit (fr) αρσενικό