bénit
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bénit < bénir
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bénit | bénits |
θηλυκό | bénite | bénites |
bénit (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bénit | bénits |
θηλυκό | bénite | bénites |
bénit (fr)