cuit vapeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cuit vapeur | cuit vapeurs |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
cuit vapeur (fr) αρσενικό
- (κουζινικά) άλλη μορφή του cuit-vapeur
Δείτε επίσης : cuit-vapeur |
ενικός | πληθυντικός |
cuit vapeur | cuit vapeurs |
cuit vapeur (fr) αρσενικό