cristallographique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cristallographique < cristallographie
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cristallographique | cristallographiques |
cristallographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cristallographique | cristallographiques |
cristallographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό