Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
credo credos

credo (fr) αρσενικό

  1. το πιστεύω

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • (ορθογραφία του 1990) crédo

Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

credo < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

credo (la)

  1. πιστεύω

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία