craquèlement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
craquèlement | craquèlements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcraquèlement (fr) και craquellement αρσενικό
- ράγισμα, η δημιουργία και η κατάσταση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη craqueler
ενικός | πληθυντικός |
craquèlement | craquèlements |
craquèlement (fr) και craquellement αρσενικό