ενικός         πληθυντικός  
crépitation crépitations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

crépitation (fr) θηλυκό

  1. το τρίξιμο
    la crépitation du feu - το τρίξιμο της φωτιάς

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία