Ετυμολογία

επεξεργασία
couldn't < could + -n't (not)

couldn't (en)

  • (αρνητικό modal verb) δεν μπορούσα
    ⮡  The handshakes and hugs of the two leaders couldn’t hide their mutual hostility.
    Οι χειραψίες και οι αγκαλιές των δύο ηγετών δεν μπορούσαν να κρύψουν την αμοιβαία έχθρα τους.