Ετυμολογία

επεξεργασία
coudée < coude

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coudée coudées

coudée (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία