coopérante
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- coopérante < coopérer
- coopérante < αγγλική cooperative
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coopérante | coopérantes |
coopérante (fr) αρσενικό
- (γενικότερα) τεχνικός ή εκπαιδευτικός προηγμένου κράτους που πηγαίνει σε άλλα κράτη για να συμβάλει στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξή τους
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη coopérer