controversiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
controversiste | controversistes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
controversiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (θρησκεία) αυτός που ασχολείται με θέματα που προκαλούν αμφισβήτηση ενός δόγματος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη controverse