contributoire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
contributoire | contributoires |
Επίθετο
επεξεργασίαcontributoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με μια συνεισφορά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη contribuer
ενικός | πληθυντικός |
contributoire | contributoires |
contributoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό