contrebalancé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- contrebalancé < contrebalancer
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contrebalancé | contrebalancés |
θηλυκό | contrebalancée | contrebalancées |
contrebalancé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contrebalancé | contrebalancés |
θηλυκό | contrebalancée | contrebalancées |
contrebalancé (fr)