Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
contort
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
contort
(en)
μεταβατικό ρήμα
contort (sth)
:
συστρέφω
,
στρίβω
,
παραμοφώνω
Συνώνυμα
:
twist
αμετάβατο ρήμα
contort
:
συστρέφομαι
,
στρεβλώνομαι
,
παραμορφώνομαι
Συνώνυμα
:
become twisted