Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔ̃.tɛ̃.ʒɑ̃ːs/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
contingence contingences

contingence (fr) θηλυκό