contextualize
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | contextualize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contextualizes |
αόριστος | contextualized |
παθητική μετοχή | contextualized |
ενεργητική μετοχή | contextualizing |
Ετυμολογία επεξεργασία
- contextualize < contextual + -ize
Ρήμα επεξεργασία
contextualize (en)