Επίθετο

επεξεργασία

consumable (en)

  1. αναλώσιμος



      ενικός         πληθυντικός  
consumable consumables

  Επίθετο

επεξεργασία

consumable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αναλώσιμος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη consumer