consumable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαconsumable (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
consumable | consumables |
Επίθετο
επεξεργασίαconsumable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη consumer
consumable (en)
ενικός | πληθυντικός |
consumable | consumables |
consumable (fr) αρσενικό ή θηλυκό