Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
conspirationniste conspirationnistes

conspirationniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. συνωμότης

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
conspirationniste conspirationnistes

conspirationniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία