Ετυμολογία

επεξεργασία
consoante < από το λατινικό consonante
ενικός πληθυντικός
consoante consoantes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

consoante (pt)

  1. το σύμφωνο της γραμματικής

  Επίθετο

επεξεργασία

consoante (pt)

  1. σχετικός με τα σύμφωνα
  2. ....