confusão
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
confusão (pt) < λατινικό confusĭo -ōnis.
Ουσιαστικό επεξεργασία
confusão (pt) θηλυκό
- η σύγχυση με την έννοια της παρανόησης, της ασάφειας
- η σύγχυση
confusão (pt) < λατινικό confusĭo -ōnis.
confusão (pt) θηλυκό