Ουσιαστικό

επεξεργασία

concussion (en)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ̃.ky.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
concussion concussions

concussion (fr) θηλυκό