Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

concito < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

concito (la) (concitō1, concitāvī, concitātum, concitāre)

  1. ξεσηκώνω
  2. παροτρύνω
  3. παρορμώ

Κλίση επεξεργασία