concentrateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
concentrateur | concentrateurs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconcentrateur (fr) αρσενικό
- (πληροφορική) ο συγκεντρωτής (hub)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη concentrer
ενικός | πληθυντικός |
concentrateur | concentrateurs |
concentrateur (fr) αρσενικό