compatibility
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- compatibility < compat(ible) + -ibility
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kəmˌpætɪˈbɪlɪti/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcompatibility (en) (μη μετρήσιμο)
- η συμβατότητα
- ⮡ compatibility of the program will all operating systems - συμβατότητα του προγράμματος με όλα τα λειτουργικά συστήματα
- η αρμονία, η ικανότητα ανθρώπων ή πραγμάτων να ζουν ή να υπάρχουν μαζί χωρίς προβλήματα
- ⮡ There’s no compatibility in this couple.
- Δεν υπάρχει αρμονία σε αυτό το ζευγάρι.
- ⮡ There’s no compatibility in this couple.
Υπώνυμα
επεξεργασία(πληροφορική)