compatibility
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- compatibility < compat(ible) + -ibility
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kəmˌpætɪˈbɪlɪti/
Ουσιαστικό επεξεργασία
compatibility (en)
Υπώνυμα επεξεργασία
(πληροφορική)
compatibility (en)
(πληροφορική)