Ετυμολογία

επεξεργασία
compatibility < compat(ible) + -ibility

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kəmˌpætɪˈbɪlɪti/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

compatibility (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η συμβατότητα
    ⮡  compatibility of the program will all operating systems - συμβατότητα του προγράμματος με όλα τα λειτουργικά συστήματα
  2. η αρμονία, η ικανότητα ανθρώπων ή πραγμάτων να ζουν ή να υπάρχουν μαζί χωρίς προβλήματα
    ⮡  There’s no compatibility in this couple.
    Δεν υπάρχει αρμονία σε αυτό το ζευγάρι.

(πληροφορική)