compass
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
compass | compasses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcompass (en)
- η πυξίδα
- ⮡ The use of the compass played an important role in geographical discoveries.
- Η χρήση της πυξίδας έπαιξε σημαντικό ρόλο στις γεωγραφικές ανακαλύψεις.
- ⮡ The use of the compass played an important role in geographical discoveries.
- ο διαβήτης, το όργανο