Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ.mi.ze.ʁa.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
commisération commisérations

commisération (fr) θηλυκό