commisération
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɔ.mi.ze.ʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
commisération | commisérations |
commisération (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
commisération | commisérations |
commisération (fr) θηλυκό