collusoire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- collusoire < collusion
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
collusoire | collusoires |
collusoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που γίνεται εκ συμπαιγνίας
ενικός | πληθυντικός |
collusoire | collusoires |
collusoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό