Ετυμολογία

επεξεργασία
cogito < co-+ agito

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkoː.ɡi.toː/
 

cogito (la) (cōgitō1, cōgitāvī, cōgitātum, cōgitāre)

Εκφράσεις

επεξεργασία