Ετυμολογία

επεξεργασία
coepi < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkoj.piː/

coepi (la) (coepī4, /, coeptum, coepisse: ελλειπτικό)[1]

Υποσημειώσεις

επεξεργασία
  1. παρακείμενος με σημασία ενεστώτα. Οι χρόνοι που λείπουν αναπληρώνονται από το incipio