coïncident
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coïncident | coïncidents |
θηλυκό | coïncidente | coïncidentes |
Επίθετο
επεξεργασίαcoïncident (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coïncident | coïncidents |
θηλυκό | coïncidente | coïncidentes |
coïncident (fr)