ενικός         πληθυντικός  
closing argument closing arguments

  Ετυμολογία

επεξεργασία
closing argument < → δείτε τις λέξεις closing και argument

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

closing argument (en)

  • (νομικός όρος) η αγόρευση, η τελική παρουσίαση και συνόψιση των νομικών επιχειρημάτων από τον εισαγγελέα και τους συνηγόρους μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και πριν αποσυρθεί το δικαστήριο για να εκδώσει την απόφασή του
    After the defendant’s plea, the counsel began its closing arguments.
    Μετά την απολογία του κατηγορουμένου άρχισαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων.