climatologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kli.ma.tɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
climatologique | climatologiques |
climatologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
climatologique | climatologiques |
climatologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό