climatisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- climatisation < climatiser
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kli.ma.ti.za.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
climatisation | climatisations |
climatisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
climatisation | climatisations |
climatisation (fr) θηλυκό