clessidra
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- clessidra < λατινική clepsydra < αρχαία ελληνική κλεψύδρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
clessidra | clessidre |
clessidra (it)
- η κλεψύδρα
ενικός | πληθυντικός |
clessidra | clessidre |
clessidra (it)