Ετυμολογία

επεξεργασία
clébard < clebs + -ard

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kle.baʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clébard clébards

clébard (fr) αρσενικό