ενικός         πληθυντικός  
circo circos

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

circo (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) η περιφέρεια

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

circo (it)

  1. τσίρκο