cicatrisant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cicatrisant | cicatrisants |
θηλυκό | cicatrisante | cicatrisantes |
Επίθετο
επεξεργασίαcicatrisant (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη cicatriser
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cicatrisant | cicatrisants |
θηλυκό | cicatrisante | cicatrisantes |
cicatrisant (fr)