Ετυμολογία

επεξεργασία
chronologique < chronologie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁɔ.nɔ.lɔ.ʒik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chronologique chronologiques

chronologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία