Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρονολογικός η χρονολογική το χρονολογικό
      γενική του χρονολογικού της χρονολογικής του χρονολογικού
    αιτιατική τον χρονολογικό τη χρονολογική το χρονολογικό
     κλητική χρονολογικέ χρονολογική χρονολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρονολογικοί οι χρονολογικές τα χρονολογικά
      γενική των χρονολογικών των χρονολογικών των χρονολογικών
    αιτιατική τους χρονολογικούς τις χρονολογικές τα χρονολογικά
     κλητική χρονολογικοί χρονολογικές χρονολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρονολογικός < χρονο- + -λογικός < γαλλική chronologique

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾo.no.lo.ʝiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /xɾo.no.lo.ʝiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /xɾo.no.lo.ʝiˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

χρονολογικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με τη χρονολόγηση
  2. που περιέχει χρονολογίες ή γεγονότα σε σειρά


Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  • χρονολογική σειρά: διάταξη των γεγονότων τέτοια, ώστε τα προγενέστερα γεγονότα να προηγούνται των ύστερων

  Μεταφράσεις επεξεργασία