χρονολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρονολογικός < χρονο- + -λογικός < γαλλική chronologique
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾo.no.lo.ʝiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /xɾo.no.lo.ʝiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /xɾo.no.lo.ʝiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαχρονολογικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη χρονολόγηση
- που περιέχει χρονολογίες ή γεγονότα σε σειρά
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- χρονολογική σειρά: διάταξη των γεγονότων τέτοια, ώστε τα προγενέστερα γεγονότα να προηγούνται των ύστερων
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρονολογικός