Ετυμολογία

επεξεργασία

chorégraphie < αρχαία ελληνική χορεία + γραφία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ.ʁe.ɡʁa.fi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chorégraphie chorégraphies

chorégraphie (fr) θηλυκό