childhood
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαchildhood (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η παιδική ηλικία, τα παιδικά χρόνια, η περίοδο της ζωής κάποιου όταν είναι παιδί
- ⮡ We didn’t live our early childhood years consciously.
- Τα πρώτα παιδικά μας χρόνια δεν τα ζήσαμε συνειδητά.
- ⮡ I was nostalgic for my childhood.
- Νοστάλγησα τα παιδικά μου χρόνια.
- ⮡ We didn’t live our early childhood years consciously.